- ἠθμοί
- ἠθμόςstrainermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… … Dictionary of Greek
ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
ηθμός — ο 1. σουρωτήρι, τρυπητό. 2. κάθε μέσο που χρησιμοποιείται στη διήθηση κάποιου υγρού: Το απορροφητικό χαρτί και το βαμβάκι χρησιμοποιούνται ως ηθμοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)